αξονούχος

αξονούχος
-ο
1. αυτός που έχει άξονα
2. το αρσ. ως ουσ. ο αξονούχος
υποστήριγμα άξονα ή ατράκτου μηχανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”